ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αίρεση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
με εξαίρεση

mindössze

προαίρεση

opció◼◼◼

lehetőség◼◻◻

σχέδιο βιομηχανικής χρήσης της γης/υποδιαίρεση σε ζώνες

ipari övezet meghatározás

υπεξαίρεση

sikkasztás◼◼◼

hűtlen kezelés

χωρισμός (διαίρεση) σε τεταρτημόρια

felnégyelés

12