Ungarisch-Griechisch Wörterbuch »

török bedeutet auf Griechisch

UngarischGriechisch
török

Τουρκία◼◼◼

Τούρκος◼◼◻

τουρκικός◼◻◻

τούρκικος

török(ember/férfi – nő)

Τούρκος (ο) – Τουρκάλα (η)

török ember/férfi – nő

Τούρκος (ο) – Τουρκάλα (η)

Török Köztársaság

Δημοκρατία της Τουρκίας◼◼◼

törökbab

φασόλια πράσινα

törökfürdő

χαμάμ◼◼◼

Törökország

Τουρκία (Tourkía)◼◼◼

Τουρκία (η)◼◼◼

a török uralom ideje alatt

κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, (időtartam) το (χρονικό) διάστημα, η διάρκεια

a törökök bevették a várost

οι Τούρκοι πήραν/κατέλαβαν/κατάκτησαν την πόλη

oszmán-török

οθωμανικά τουρκικά

állatörökség

ζωική κληρονομιά

Észak-Ciprusi Török Köztársaság

Βόρεια Κύπρος

Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου