Ungarisch-Griechisch Wörterbuch »

legel bedeutet auf Griechisch

UngarischGriechisch
legel

βοσκή◼◼◼

βοσκότοπος◼◻◻

βόσκω

legeltet

βοσκή◼◼◼

βοσκότοπος◼◼◻

αμυχή

βόσκω

γδέρνω

legeltetés

βόσκηση◼◼◼

βοσκή◼◼◼

βοσκότοπος◼◻◻

βοσκή/βόσκηση/βοσκότοπος

legelő

βοσκότοπος◼◼◼

βοσκή◼◼◻

τροφή◼◻◻

βοσκότοπος/βοσκή

λιβάδι

το λιβάδι, το βοσκοτόπι

legelőször

για πρώτη φορά◼◼◼

most járok itt legelőször

δεν έχω ξανάρθει εδώ

mérlegel

ζυγίζω

túlzott legeltetés

υπερβόσκηση