Erlaub bitte das Javascript zur Benutzung des Wörterbuches!
(veszít) χάνω (-σω), (veréssel) τρώω (φάω, έφαγα) ξύλω▼
απενεργοποιώ▼
κλείνω (-σω), σβήνω (-σω)▼
σβήνω▼
αναψυχή/διάλειμμα▼
διάλειμμα▼
θα φας ξύλο!▼
ο καπετάνιος έχει σβήσει την ένδειξη ‘προσδεθείτε’▼
χάνω▼
ξύλο (το)▼
τοπική αναψυχή▼
μαζική διασκέδαση (αναψυχή)▼
↑