Ungarisch-Griechisch Wörterbuch »

közös bedeutet auf Griechisch

UngarischGriechisch
közös

κοινός◼◼◼

κοινός (-ή-ό)◼◼◼

γενικός◼◼◻

συλλογικός◼◻◻

αμοιβαίος

közös adós

συνοφειλέτης

közös kereskedelempolitika

κοινή εμπορική πολιτική◼◼◼

közös költség

κοινόχρηστα, τα

közös megvalósítás

κοινή εφαρμογή◼◼◼

közös megállapodás

κοινή συμφωνία◼◼◼

közös mezőgazdasági politika

κοινή γεωργική πολιτική

közös nevező

κοινός παρονομαστής◼◼◼

közös szennyvízkezelés

επεξεργασία μικτών λυμάτων

közös számlánk van

έχουμε κοινό λογαριασμό

közös tarifapolitika

κοινή δασμολογική πολιτική/πολιτική κοινού δασμολογίου

közösség

κοινότητα◼◼◼

η κοινότητα◼◼◻

κοινοτικός◼◻◻

κοινωνία◼◻◻

közösségi

κοινοτικός◼◼◼

κοινό◼◼◻

γενικός◼◻◻

δημόσιος◼◻◻

κοινός◼◻◻

Közösségi döntés

απόφαση της κοινότητας

Közösségi Jog

κοινοτικό δίκαιο◼◼◼

Közösségi jogrendszer

νομικό σύστημα της Κοινότητας

Közösségi költségvetés

κοινοτικός προϋπολογισμός/προϋπολογισμός της Κοινότητας

közösségi létesítmény

δημόσια εγκατάσταση

Közösségi pénzügy

κοινοτικά κεφάλαια/οικονομικά της Κοινότητας

közösségi távolságtartás

κοινωνική απομάκρυνση

Közösségi törvény

κοινοτική πράξη/πράξη της Κοινότητας

közösülés

γαμήσι

ζευγάρωμα

πήδημα

συνουσία

Közösülés

Συνουσία

a közösség fizet elv

αρχή "η κοινότητα πληρώνει"

Dominikai Közösség

Δομίνικα

Δομινίκα

12