Ungarisch-Griechisch Wörterbuch »

forrás bedeutet auf Griechisch

UngarischGriechisch
genetikai erőforrás

γενετικοί πόροι◼◼◼

halászati erőforrás

αλιευτικοί πόροι◼◼◼

hatásforrás

πηγές προέλευσης των επιπτώσεων

helyi erőforrás hasznosítás

χρήση επιτόπιων πόρων

információforrás

πηγή πληροφορίας (πληροφόρησης, ενημέρωσης)

lineáris hangforrás

γραμμική πηγή ήχου

megújuló energiaforrás

ανανεώσιμη πηγή ενέργειας◼◼◼

megújuló forrás

ανανεώσιμοι πόροι◼◼◼

nem-megújuló energiaforrás

μη ανανεώσιμοι ενεργειακοί πόροι

nem-megújuló forrás

μη ανανεώσιμοι πόροι

nem-szennyező energiaforrás

μη ρυπαίνουσα (καθαρή) πηγή ενέργειας

növényi erőforrás

φυτικοί πόροι

pontforrás

σημειακή πηγή◼◼◼

sík forrás

ευθύγραμμη (επίπεδη) πηγή

természeti eroforrásgazdálkodás

διαχείριση των φυσικών πόρων

természeti erőforrás

φυσικοί πόροι◼◼◼

természeti erőforrás megőrzése

διατήρηση φυσικών πόρων

természeti erőforrások pusztulása

υποβάθμιση των φυσικών πόρων

vonalforrás

γραμμική πηγή

állati erőforrás

ζωικοί πόροι

ásványi erőforrás

ορυκτοί πόροι◼◼◼

édesvízi erőforrás

πόροι (των) γλυκέων υδάτων

éghajlati forrás

κλιματικοί πόροι

12