Ungarisch-Griechisch Wörterbuch »

foglalt bedeutet auf Griechisch

UngarischGriechisch
foglalt

κατειλημμένος (-η-ο)◼◼◼

αρραβωνιασμένος / αρραβωνιασμένη

κρατημένο

πιασμένος (-η-ο)

foglalt a vonal

η γραμμή είναι κατειλλημένη

foglalt ez a hely?

αυτή η θέση είναι πιασμένη;

elfoglalt

απασχολημένος (-η-ο)

elfoglaltság

δραστηριότητα

ez a hely foglalt

αυτή η θέση είναι πιασμένη

ezek a helyek már foglaltak

οι θέσεις αυτές είναι πια κατειλημμένες/πιασμένες, (telefon) μιλάει

interneten foglaltam

το έκλεισα ηλεκτρονικά

lefoglalt

δεσμευμένος◼◼◼

nagyon elfoglalt voltam

είχα πάρα πολύ δουλειά

pillanatnyilag nagyon elfoglalt vagyok

είμαι πολύ απασχολημένος / απασχολημένη αυτή τη στιγμή

sajnálom, elfoglalt vagyok

συγγνώμη, έχω δουλειά

sajnálom, most elfoglalt vagyok

συγγνώμη, είμαι απασχολημένος αυτή τη στιγμή