Ungarisch-Griechisch Wörterbuch »

fel bedeutet auf Griechisch

UngarischGriechisch
felemel

ανυψώνω

σηκώνω (-σω)

υψώνω

félemelet

ημιώοφο, το

felemelkedés

ανάβαση

felemelkedik

αναδύομαι

ανεβαίνω

felemészt

καταναλώνω

félénk

άτολμος

κλειστός

ντροπαλός (-ή-ό)

συνεσταλμένος

félénkség

δειλία

ντροπαλότητα

felépítés

δομή◼◼◼

κατασκευή◼◼◼

διάρθρωση◼◼◻

διάταξη◼◻◻

οικοδόμηση◼◻◻

felépítmény

κατασκευή◼◼◼

ανωδομή◼◻◻

δομικός◼◻◻

επιδομή◼◻◻

felépül

ανακτώ

γιανίσκω

συνέρχομαι

 épül

felépülés

ανάκαμψη◼◼◼

ανάρρωση◼◼◻

αποκατάσταση◼◻◻

ανάκτηση◼◻◻

felerősít

ενισχύω

felértékelés

ανατίμηση◼◼◼

αποτίμηση◼◼◼

feleség

σύζυγος◼◼◼

γυναίκα

η σύζυγος

η σύζυγος, η γυναίκα

κυρία

συμβία

4567