Ungarisch-Griechisch Wörterbuch »

elér bedeutet auf Griechisch

UngarischGriechisch
elér

αποτέλεσμα◼◼◼

πραγματοποίηση◼◼◻

ισχύς◼◼◻

επίπτωση◼◻◻

επίδραση◼◻◻

φαινόμενο◼◻◻

(vmeddig) φτάνω (-σω), (vonatot) προλαβαίνω (προλάβω)

elér, (időben) sikerül

προλαβαίνω (προλάβω)

elér, megérkezik

φτάνω

elérhetetlen

απρόσιτος

elérhető

προσβάσιμος◼◼◼

προσιτός◼◼◻

προσπελάσιμος◼◼◻

ευπρόσιτος◼◻◻

elérhetőség

διαθεσιμότητα◼◼◼

προσβασιμότητα◼◼◻

επικοινωνία◼◼◻

σύνδεσμος◼◻◻

επαφή◼◻◻

elértéktelenedés

υποτίμηση◼◼◼

απόσβεση◼◼◻

a szeptember 4-én kelt levelére reagálva, a késedelmes számlájával kapcsolatban kerestem meg önt.

σας γράφω για να απαντήσω στο γράμμα που μου στείλατε στις 4 σεπτεμβρίου σχετικά με ένα υπερήμερο τιμολόγιο.

felértékelés

ανατίμηση◼◼◼

αποτίμηση◼◼◼

teleptelér

περβάζι

éppen elértük a vonatot

μόλις που προλάβαμε το τρένο