Ungarisch-Griechisch Wörterbuch »

anyag bedeutet auf Griechisch

UngarischGriechisch
fizikai szennyezőanyag

φυσικός ρύπος

fosszilis tüzelőanyag

ορυκτό καύσιμο◼◼◼

funkcionális anyag

λειτουργική ουσία

gazdasági, anyagi, gazdaságos

οικονομικός (-ή-ό)

gyúlékony anyag

εύφλεκτη ουσία

háborús anyagok ártalmatlanítása

διάθεση (απόρριψη) πολεμικού υλικού

hajtóanyag

προωθητικό (μέσο)/προωστική ύλη◼◼◼

προωστικό◼◼◻

καύσιμο◼◼◻

halogénezett szennyezőanyag

αλογονωμένος ρύπος

hanganyag

ήχου◼◼◼

hanyag

αμελής

απρόσεκτος

hanyagság

αμέλεια◼◼◼

εξ αμελείας◼◼◻

háztartási tüzelőanyag

καύσιμο οικιακής χρήσης◼◼◼

hulladékból nyert tüzelőanyag

καύσιμο από απορρίμματα

hulladéklerakó kilúgozott anyag

διασταλάζον υγρό (στραγγίδια) χώρου ταφής απορριμμάτων

illékony anyag

πτητική ουσία◼◼◼

impregnálás (anyagok)

εμποτισμός (διαβροχή) υλικών◼◼◼

impregnáló anyag

μέσο εμποτισμού

Ingerületátvivő anyagok

Νευροδιαβιβαστής

ipari anyag

βιομηχανικό υλικό

kémiai anyag

χημική ουσία/χημικό(ς)

kémiai anyag a környezetben

χημικός ρύπος

kenőanyag

λιπαντικό◼◼◼

kikotrott anyag

υπολείμματα βυθοκόρησης

komplexképző anyag

μέσο συμπλοκοποίησης

környezeti vegyianyagok jogszabályai

νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με (για) τις χημικές ουσίες

környezetre veszélyes anyag

ουσία επικίνδυνη για το περιβάλλον

korróziógátló anyag

αντιδιαβρωτικό (μέσο)/αναστολέας (ανασχετικό) διάβρωσης

légszennyező anyag

αέριος ρύπος

létező vegyi anyag

υπάρχουσες χημικές ουσίες (που κυκλοφορούν στο εμπόριο)

maradékanyag elemzés

ανάλυση υπολείμματος (καταλοίπου)

maradékanyag újrahasznosítása

ανακύκληση υπολειμμάτων (καταλοίπων)

maróanyag

διαβρωτική (χαρακτική) ουσία

megújuló nyersanyag

ανανεώσιμη πρώτη ύλη

mérgező anyag

τοξική ουσία◼◼◼

metabolizmus/anyagcsere

μεταβολισμός

anyag

πλαστικό (υλικό)/πλαστική ύλη◼◼◼

1234