Ungarisch-Griechisch Wörterbuch »

örök bedeutet auf Griechisch

UngarischGriechisch
örök

αέναος

αιώνιος

örökbe fogad

υιοθετώ

örökbefogadni

να υιοθετήσω

örökbefogadott

υιοθετημένος / υιοθετημένη

örökbefogadás

υιοθέτηση

örökkévaló

αιώνιος

örökkévalóság

αιωνιότης

αιωνιότητα

αϊδιότης

örökletes

κληρονομικός

öröklés

κληρονομιά◼◼◼

örökre

πάντα

örökség

κληρονομιά◼◼◼

κληρονομία◼◻◻

örökzöld

αειθαλής

örököl

κληρονομήσει◼◼◼

διαδέχομαι

κληρονομώ

örökös

κληρονόμος◼◼◼

αιώνιος

διάδοχος

a török uralom ideje alatt

κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, (időtartam) το (χρονικό) διάστημα, η διάρκεια

a törökök bevették a várost

οι Τούρκοι πήραν/κατέλαβαν/κατάκτησαν την πόλη

biológiai örökség

βιολογική κληρονομιά

kulturális örökség

πολιτιστική κληρονομιά◼◼◼

növényörökség

φυτική κληρονομιά

oszmán-török

οθωμανικά τουρκικά

Spanyol örökösödési háború

Πόλεμος της Ισπανικής Διαδοχής

szellemi kulturális örökség

Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά◼◼◼

természeti örökség

φυσική κληρονομιά◼◼◼

természeti örökség értékelése

αξιολόγηση της φυσικής κληρονομιάς

török

Τουρκία◼◼◼

Τούρκος◼◼◻

τουρκικός◼◻◻

τούρκικος

török(ember/férfi – nő)

Τούρκος (ο) – Τουρκάλα (η)

török ember/férfi – nő

Τούρκος (ο) – Τουρκάλα (η)

Török Köztársaság

Δημοκρατία της Τουρκίας◼◼◼

törökbab

φασόλια πράσινα

12