Maďarčina-Gréčtina slovník »

velő znamená v Gréčtina

MaďarčinaGréčtina
velő

πολτός◼◼◼

εγκέφαλος

μεδούλι

μυελός

ουσία

velős

λακωνικός

περιεκτικός

συνοπτικός

(határozott névelő) a, az

ο, η, το

agy-gerincvelői folyadék

εγκεφαλονωτιαίο υγρό

agyvelő

εγκέφαλος◼◼◼

μυαλό

agyvelőbántalom

εγκεφαλοπάθεια◼◼◼

agyvelőgyulladás

εγκεφαλίτιδα◼◼◼

csontvelő

μυελός◼◼◼

μεδούλι

gerincvelő

νωτιαίος μυελός◼◼◼

határozatlan névelő

αόριστο άρθρο

határozott névelő

οριστικό άρθρο

könyvelő

o λογιστής

műkedvelő

ερασιτέχνης

nevelő

παραμάνα

nyúltvelő

προμήκης μυελός◼◼◼

velő

άρθρο

άρθρο (árthro)

δημοσίευμα

szarvasmarhák szivacsos agyvelőbántalma

σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών◼◼◼

társaságkedvelő

κοινωνικός

értéknövelő újrahasznosítás

ανωκύκλωση

ész, agyvelő

μυαλό (το)

évelő

πολυετής◼◼◼

φυτό◼◼◼

πολυετές◼◼◼

διηνεκής