Maďarčina-Gréčtina slovník »

vékony znamená v Gréčtina

MaďarčinaGréčtina
vékony

λεπτός◼◼◼

αδύνατος

αδύνατος / αδύνατη / αδύνατο

κοκαλιάρης

λεπτοκαμωμένος

ραδινός

ψιλός

vékonybél

λεπτό έντερο◼◼◼

ózonréteg elvékonyodása

εξασθένηση (εξάντληση) της στιβάδας του όζοντος

ózonréteg elvékonyodási potenciál

δυναμικό καταστροφής (εξασθένησης) του όζοντος