Maďarčina-Gréčtina slovník »

terjed znamená v Gréčtina

MaďarčinaGréčtina
terjed

εξάπλωση◼◼◼

απλώνω

terjedelem

έκταση◼◼◼

εύρος◼◼◻

μέγεθος◼◼◻

κλίμακα◼◼◻

εμβέλεια◼◼◻

μέση

σειρά

terjedelmes

ογκώδης◼◼◼

εκτενής◼◼◻

ευρύς

terjedés

εξάπλωση◼◼◼

terjedési folyamat

διαδικασία διάδοσης

biztosítás terjedelme

ασφαλιστική κάλυψη

elterjed

διάδοση◼◼◼

διαδίδεται (διαδοθεί)◼◼◻

elterjedés

εξάπλωση◼◼◼

πολλαπλασιασμός◼◻◻

kiterjed

κάλυψη◼◼◼

kiterjedt

εκτενής◼◼◼

εκτεταμένος◼◻◻

kiterjedés

έκταση◼◼◼

μέγεθος◼◼◻

διάσταση◼◼◻

επέκταση◼◻◻

μέση◼◻◻

levegőben terjedő zaj

αερομεταφερόμενος (ατμοσφαιρικός) θόρυβος

nagy kiterjedésű hálózat

δίκτυο ευρείας περιοχής◼◼◼

Szexuális úton terjedő betegségek

Σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα

História vyhľadávania