Maďarčina-Gréčtina slovník »

tömörítés znamená v Gréčtina

MaďarčinaGréčtina
tömörítés

συμπίεση◼◼◼

πύκνωση◼◼◻

συμπύκνωση◼◻◻

(συμ)πύκνωση/συμπίεση/σύμπτυξη/κυλίνδρωση

κυλίνδρωση

σύμπτυξη