Maďarčina-Gréčtina slovník »

oxigén znamená v Gréčtina

MaďarčinaGréčtina
oxigén

οξυγόνο (oxygóno)◼◼◼

οξυγονο◼◻◻

Oxigén

Οξυγόνο◼◼◼

oxigén nélküli (anaerob) folyamat

αναερόβιες διεργασίες

oxigéndúsítás

οξυγόνωση

oxigénigényes kezelés

αερόβια επεξεργασία

oxigénmentes kezelés

αναερόβια επεξεργασία

oxigéntartalom

περιεκτικότητα σε οξυγόνο◼◼◼

aerob/oxigént igénylő folyamat

αερόβιες διεργασίες

biokémiai oxigénigény

βιοχημικά απαιτούμενο οξυγόνο

kémiai oxigén igény

χημικά απαιτούμενο οξυγόνο

oldott oxigén

διαλυμένο οξυγόνο◼◼◼

szerves oxigénvegyület

οργανοοξυγονούχος ένωση