Maďarčina-Gréčtina slovník »

műszer znamená v Gréčtina

MaďarčinaGréčtina
műszer

όργανο◼◼◼

μέσο◼◼◻

έγγραφο◼◻◻

εργαλείο◼◻◻

ενεργούμενο

υποχείριο

műszeres

ενόργανος◼◼◼

műszerezettség

ενοργάνιση/σύστημα οργάνων/συσκευές/οργανολογία

műszerfal

ταμπλό◼◼◼

πίνακας◼◼◻

κοντέρ

műszergyártás

κατασκευή οργάνων◼◼◼

műszeripar

βιομηχανία κατασκευής μηχανολογικού εξοπλισμού

műszerész

μηχανικός◼◼◼

μηχανοτεχνίτης

Villamos műszerek

Αμπερόμετρο