Maďarčina-Gréčtina slovník »

lusta znamená v Gréčtina

MaďarčinaGréčtina
lusta

βραδύποδας

βραδύπους

τεμπέλης-α-ικο

τεμπέλικος

φυγόπονος

lustaság

ακαματοσύνη

νωθρότητα

οκνηρία

ραθυμία

τεμπελιά

un, unatkozik, lusta vmihez

βαριέμαι

História vyhľadávania