Maďarčina-Gréčtina slovník »

leállít znamená v Gréčtina

MaďarčinaGréčtina
leállít

στάση◼◼◼

σταματώ

erőmű leállítása

χαλάρωση (περιορισμός) λειτουργίας σταθμού