Povoľ prosím javascript k použitie slovníku! Ako?
διαμένω▼
διαμένω (diaméno), κατοικώ (katikó), μένω (méno), ζω (zo)▼
ζω▼
ζωντανός▼
κατοικώ▼
μένω▼
μένω (μείνω), κατοικώ (-ήσω)▼
μένω (μείνω)▼
χορταίνω (χορτάσω)▼
η Μαρία μένει μόνη της▼
κάθομαι (καθίσω)▼
↑