Maďarčina-Gréčtina slovník »

lak znamená v Gréčtina

MaďarčinaGréčtina
lak

κατοικία◼◼◼

lakat

κλειδαριά

λουκέτο

το λουκέτο

lakatlan

ακατοίκητος

ακατοίκητος (-η-ο)

lakatlan sziget

ακατοίκητο νησί

lakatos

κλειδαράς◼◼◼

lakbér

ενοίκιο

μίσθωμα

μισθώνω

νοίκι

lakcím

διεύθυνση◼◼◼

η διεύθυνση κατοικίας

lakhatatlan

ακατοίκητος

lakható

κατοικήσιμος

lakhely

κατοικία◼◼◼

διαμονή◼◼◼

διεύθυνση◼◼◻

έδρα◼◻◻

σπίτι◼◻◻

lakhely/lakás

κατοικία

lakhelyek

στέγαση

στέγαση/στέγη

στέγη

lakik

διαμένω

διαμένω (diaméno), κατοικώ (katikó), μένω (méno), ζω (zo)

ζω

ζωντανός

κατοικώ

μένω

μένω (μείνω), κατοικώ (-ήσω)

lakik, marad

μένω (μείνω)

lakk

βερνίκι◼◼◼

το βερνίκι◼◼◻

λίμνη

lakmuszpapír

χαρτί ηλιοτροπίου◼◼◼

lakodalom

γάμος

lakoma

γιορτή

ευωχία

12