Maďarčina-Gréčtina slovník »

korlátoz znamená v Gréčtina

MaďarčinaGréčtina
korlátoz

όριο◼◼◼

έλεγχος◼◼◻

ρύθμιση◼◼◻

σύνορο◼◻◻

περιορίζω

περιορίζω (-σω)

korlátozott

περιορισμένος◼◼◼

περιορισμένος (-η-ο)◼◼◼

korlátozás

περιορισμός◼◼◼

korlátozó

περιοριστική◼◼◼

mozgáskorlátozottság

αναπηρία◼◼◼

sebességkorlátozás

όριο ταχύτητας◼◼◼