Maďarčina-Gréčtina slovník »

kísértet znamená v Gréčtina

MaďarčinaGréčtina
kísértet

νους

οπτασία

πνεύμα

πνεύμα (pnévma)

σκιά

στοιχειό

στοιχειό (stoikheió)

φάντασμα

φάντασμα (fántasma)

φάσμα

φάσμα (fásma)

ψυχή

Kísértet

Φάντασμα

kísérteties

αλλόκοτος