Maďarčina-Gréčtina slovník »

késik znamená v Gréčtina

MaďarčinaGréčtina
késik

καθυστέρηση◼◼◼

τελευταίος◼◻◻

αργώ

καθυστερώ (-ήσω), αργώ (-ήσω)

a járat késik

η πτήση θα έχει καθυστέρηση

a vonat késik

το τραίνο θα αργήσει

elkésik

αργώ (-ήσω)

elveszít elveszt, lekésik vmit, veszít, kikap (→ χάνομαι elvesz, eltéved)

χάνω

ez a ... késik

... έχει καθυστέρηση

ez a számla késik

το τιμολόγιο είναι υπερήμερο

lekésik

χάνω (-σω)