Maďarčina | Gréčtina |
---|---|
hozzájárul | συγκατάθεση◼◼◼ συναίνεση◼◼◻ συναινώ◼◻◻ |
hozzájárul, elősegít | |
hozzájárulás | συνεισφορά◼◼◼ συνδρομή◼◼◼ εισφορά◼◼◻ συνεργασία◼◼◻ διανομή◼◻◻ υπογραφή◼◻◻ επιβεβαίωση◼◻◻ (vmi elősegítése) η συμβολή, (anyagi) η συνεισφορά, (jóváhagyás) η συναίνεση, η έγκριση |
kapok utazási hozzájárulást? | |
mindez hozzájárult a sikeréhez | όλα αυτά συνέβαλαν στην επιτυχία του, (anyagilag) συνεισφέρω (+tárgyeset vmivel) |
pénzügyi hozzájárulás |