Maďarčina-Gréčtina slovník »

hozzájárul znamená v Gréčtina

MaďarčinaGréčtina
hozzájárul

συγκατάθεση◼◼◼

συναίνεση◼◼◻

συναινώ◼◻◻

(elősegít) συμβάλλω (συμβάλω)

εισφέρω

συμβάλλω

συνδράμω

συνεισφέρω

συντελώ

hozzájárul, elősegít

συμβάλλω (συμβάλω)

hozzájárulás

συνεισφορά◼◼◼

συνδρομή◼◼◼

εισφορά◼◼◻

συνεργασία◼◼◻

διανομή◼◻◻

υπογραφή◼◻◻

επιβεβαίωση◼◻◻

(vmi elősegítése) η συμβολή, (anyagi) η συνεισφορά, (jóváhagyás) η συναίνεση, η έγκριση

kapok utazási hozzájárulást?

θα καλύπτονται τα έξοδα μεταφοράς;

mindez hozzájárult a sikeréhez

όλα αυτά συνέβαλαν στην επιτυχία του, (anyagilag) συνεισφέρω (+tárgyeset vmivel)

pénzügyi hozzájárulás

χρηματική συνεισφορά/χρηματοδοτική συμμετοχή