Maďarčina-Gréčtina slovník »

hétköznapi znamená v Gréčtina

MaďarčinaGréčtina
hétköznapi

καθομιλουμένη◼◼◼

δημώδης

καθημερινός

κοινός

κοινότοπος

περιστασιακός

συνηθισμένος