Maďarčina-Gréčtina slovník »

elfoglalt znamená v Gréčtina

MaďarčinaGréčtina
elfoglalt

απασχολημένος (-η-ο)

elfoglaltság

δραστηριότητα

nagyon elfoglalt voltam

είχα πάρα πολύ δουλειά

pillanatnyilag nagyon elfoglalt vagyok

είμαι πολύ απασχολημένος / απασχολημένη αυτή τη στιγμή

sajnálom, elfoglalt vagyok

συγγνώμη, έχω δουλειά

sajnálom, most elfoglalt vagyok

συγγνώμη, είμαι απασχολημένος αυτή τη στιγμή