Maďarčina-Gréčtina slovník »

el znamená v Gréčtina

MaďarčinaGréčtina
elér, (időben) sikerül

προλαβαίνω (προλάβω)

elér, megérkezik

φτάνω

elérhetetlen

απρόσιτος

elérhető

προσβάσιμος◼◼◼

προσιτός◼◼◻

προσπελάσιμος◼◼◻

ευπρόσιτος◼◻◻

elérhetőség

διαθεσιμότητα◼◼◼

προσβασιμότητα◼◼◻

επικοινωνία◼◼◻

σύνδεσμος◼◻◻

επαφή◼◻◻

elértéktelenedés

υποτίμηση◼◼◼

απόσβεση◼◼◻

éles

έντονος◼◼◼

αιχμηρός

απότομος

αψύς

διαπεραστικός

δίεση

δριμύς

καυτερός

κοφτερός (-ή-ό)

μυτερός

ξινός

οξυδερκής

οξύνους

οξύς

στυφός

elesik

(járás közben, harcban) πέφτω (πέσω)

πέφτω

πτώση

élesít

ακονίζω

οξύνω

éleslátás

οξυδέρκεια

élesség

intelligence

ευρηματικότητα

élesztő

η μαγιά◼◼◼

προζύμι◼◼◻

élesztőgomba

ζύμη◼◼◼

891011