Maďarčina-Gréčtina slovník »

buborék znamená v Gréčtina

MaďarčinaGréčtina
buborék

φυσαλίδα◼◼◼

πομφόλυγα

φουσκάλα

φούσκα

buborékol

φούσκα

φυσαλίδα

buborékos

ανθρακούχος

buborékpolitika (emisszió kereskedelem)

πολιτική αερίων (διαπραγματεύσεις για τις εκπομπές)

szappanbuborék

σαπούνι◼◼◼

σαπουνόφουσκα