Maďarčina-Gréčtina slovník »

üzemanyag znamená v Gréčtina

MaďarčinaGréčtina
üzemanyag

καύσιμο◼◼◼

καύσιμο κινητήρα

üzemanyag adalék

πρόσθετο καυσίμου

üzemanyag-alkohol

καύσιμη αλκοόλη

üzemanyag fogyasztás

κατανάλωση καυσίμου◼◼◼

üzemanyag kéntelenítése

αποθείωση (του) καυσίμου

üzemanyag összetétel

σύνθεση καυσίμου◼◼◼

üzemanyagtartály

ρεζερβουάρ◼◼◼

εγκατάσταση δεξαμενών καυσίμου

ντεπόζιτο

üzemanyagtöltő állomás

πρατήριο καυσίμων◼◼◼

πρατήριο καυσίμων/σταθμός πλήρωσης

σταθμός πλήρωσης

bioüzemanyag

βιοκαύσιμο◼◼◼

βιογενές καύσιμο

dízel üzemanyag

πετρέλαιο ντίζελ◼◼◼

καύσιμα ντίζελ◼◼◻