Maďarčina-Gréčtina slovník »

özön znamená v Gréčtina

MaďarčinaGréčtina
özön

πλημμυρίζω

πλημμύρα

özönvíz

κατακλυσμός

Özönvíz (mitológia)

Κατακλυσμός του Νώε

közönség

κοινό◼◼◼

το κοινό, (nézők) οι θεατές◼◼◻

τηλεθέαση◼◼◻

ακροατήριο◼◻◻

θεατές◼◻◻

ακροαματικότητα◼◻◻

αρωγή

παρακολούθηση

ακροατές

ακρόαση

δημόσιος

κοινός

közönséges

κοινός◼◼◼

συνήθης◼◼◼

συνηθισμένος◼◼◻

αγοραίος

közöny

αδιαφορία

ακηδία

απάθεια

közönyösség

απάθεια◼◼◼

nagyközönség

κοινό◼◼◼

vízözön

κατακλυσμός