Maďarčina-Gréčtina slovník »

ön- znamená v Gréčtina

MaďarčinaGréčtina
öntés

καλούπωμα◼◼◼

öntöde

χυτήριο◼◼◼

öntöttvas

χυτοσίδηρος◼◼◼

Öntöttvas

Χυτοσίδηρος◼◼◼

öntöz

νερό◼◼◼

ποτίζω

υδρóβιóς

öntözés nélküli

ξηρική καλλιέργεια

öntözés nélküli (száraz) gazdálkodás

ξηρική καλλιέργεια

öntözéses gazdálkodás

αρδευτική καλλιέργεια

öntözőcső

φίδι

öntözőrendszer

αρδευτικό σύστημα/σύστημα άρδευσης

öntőforma

καλούπι◼◼◼

önvaló

ψυχή (psychí)

önvédelem

αυτοάμυνα◼◼◼

αυτοπροστασία◼◼◼

önzetlen

ανιδιοτελής

önzetlenség

αλτρουισμός◼◼◼

önzés

εγωισμός

ön

εγωιστής

εγωιστικός

önálló

αυτοτελής◼◼◼

αυτόνομος◼◼◼

ανεξάρτητος◼◼◼

önállóság

ανεξαρτησία◼◼◼

önéletrajz

βιογραφικό (curriculum vitae)◼◼◼

βιογραφικό σημείωμα◼◼◻

αυτοβιογραφία

önök

σε◼◼◼

εσάς◼◻◻

εσείς

(+ tárgyeset) üdvözöl vkit, köszön vkinek

χαιρετώ

-n / -on / -en / -ön '(superessive case)'

στον (ston) , στη (sti) , στο (sto)

στους (stous) (m'p), στις (stis) (f'p), στα (sta) (n'p)

1.30-ra jön vissza

θα γυρίσει πίσω στη 1.30

az ön szobája ... emeleten van

το δωμάτιο σας βρίσκεται στον ... όροφο

csak ön után!

μετά από εσάς!

elkérhetem az ön számát?

μπορώ να έχω τον αριθμό σας;

ezt most rögtön megcsinálhatom

μπορώ να το κάνω αμέσως

hogy jöjjön az asztalhoz

πρακτορείο εισητηρίων

1234

História vyhľadávania