Maďarčina-Gréčtina slovník »

érvény znamená v Gréčtina

MaďarčinaGréčtina
érvény

ισχύς◼◼◼

νόμισμα◼◼◻

σώμα◼◻◻

érvényes

έγκυρος (-η-ο)◼◼◼

διαθέσιμος◼◻◻

ισχύω

érvényesség

ισχύς◼◼◼

εγκυρότητα◼◼◼

κύρος◼◼◻

δύναμη

νόμισμα

érvényesít

άσκηση◼◼◼

érvényesítés

επιβεβαίωση◼◼◼

(jog)érvényesítés

επιβολή/(αναγκαστική) εκτέλεση/συμμόρφωση/εφαρμογή

érvénytelen

άκυρος◼◼◼

érvénytelenség

ακυρότητα◼◼◼

érvénytelenít

ακύρωση◼◼◼

διαγραφή◼◻◻

ακυρώνω

érvénytelenítés

ακύρωση◼◼◼

ανάκληση◼◼◻

a vízum három hónapig érvényes

η βίζα ισχύει για τρεις μήνες

jogérvényesítés

επιβολή του νόμου◼◼◼

kérvény

αίτηση◼◼◼

η αίτηση◼◼◻

χρήση◼◻◻

εφαρμογή◼◻◻

ικεσία

környezeti jog érvényesítése

εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου

lemond, érvénytelenít

ακυρώνω

van érvényes vezetői engedélye?

έχετε δίπλωμα οδήγησης που να ισχύει;

végérvényes

οριστικός◼◼◼

τελειωτικός