Griechisch | Ungarisch |
---|---|
εξαφάνιση [οικολογικός όρος] | |
εξισωτικός (αντισταθμιστικός) φόρος | |
Ευρώπη (δορυφόρος) | |
ζωοφόρος | |
ζωφόρος | |
Θήβη (δορυφόρος) | |
θανατηφόρος | halálos◼◼◼ |
ιζηματογένεση/ιζηματαπόθεση [γεωλογικός όρος] | |
Ιώ (δορυφόρος) | |
Καλλιστώ (δορυφόρος) | |
κανονιοφόρος | |
κερδοφόρος | nyereséges◼◼◼ jövedelmező◼◼◻ |
κομπιναδόρος | |
κουκουλοφόρος | csuklyás◼◼◼ |
κυκλοφορία [όρος της λιμνολογίας] | |
κυκλοφορία (όρος της λιμνολογίας) | |
Λευκό Όρος | |
λεωφόρος | út◼◼◼ |
λεωφόρος (η) | |
μέσος όρος | átlag◼◼◼ ért◼◼◼ számít◼◼◼ jár◼◼◻ jelent◼◼◻ tervez◼◻◻ akar◼◻◻ közepes◼◻◻ szán◼◻◻ |
μαρκαδόρος | |
μαρσιποφόρος | |
μισθοφόρος | zsoldos◼◼◼ |