Griechisch | Ungarisch |
---|---|
χαρακτηριστικό | attribútum◼◼◼ jellegzetes◼◼◻ tulajdonság◼◼◻ betű◼◼◻ szereplő◼◼◻ funkció◼◼◻ sajátos◼◼◻ lehetőség◼◻◻ minőség◼◻◻ vonás◼◻◻ alak◼◻◻ tulajdon◼◻◻ jelző◼◻◻ karakter◼◻◻ ingatlan◼◻◻ |
χαρακτηριστικός | jellemző◼◼◼ jellegzetes◼◻◻ |
χαρακτηριστικός (-ή-ό) | jellegzetes◼◼◼ |
βιολογικό χαρακτηριστικό | |
ιδιότητα/(ιδιο)χαρακτηριστικό (γνώρισμα) | |
το χαρακτηριστικό | jellemző◼◼◼ |