Griechisch | Ungarisch |
---|---|
φυτό | növényi◼◼◼ évelő◼◻◻ üzem◼◻◻ |
Φυτό | |
άγριο φυτό | |
αναρριχητικό φυτό | |
βιομηχανικό φυτό (οργανισμός) | |
βιομηχανικό φυτό [οργανισμός] | |
καλλιεργημένο φυτό | |
Καπνός (φυτό) | Dohány◼◼◼ |
Καρυδιά (φυτό) | Dió◼◼◼ |
Κερασιά (φυτό) | Cseresznye◼◼◼ |
κλωστικό φυτό | |
Μουριά (φυτό) | Eperfa◼◼◼ |
ρητινώδες (ρητινούχο) φυτό | |
τροπικό φυτό | |
υδρόβιο φυτό | |
φαρμακευτικό φυτό | |
χορτοδοτικό φυτό |