Griechisch | Ungarisch |
---|---|
φθορά | kopás◼◼◼ korrózió◼◻◻ rongálás◼◻◻ |
απο(ικο)δόμηση/υποβάθμιση/φθορά | |
αποκαλύφθηκε η διαφθορά | |
διαφθορά | korrupció◼◼◼ vesztegetés◼◻◻ |
δολιοφθορά | szabotázs◼◼◼ |
η διαφθορά | korrupció◼◼◼ |
καταστροφή (φθορά) του δάσους | |
μερικώς αλογονωμένος χλωροφθοράνθρακας | |
χλωροφθοράνθρακας |