Griechisch | Ungarisch |
---|---|
αυτόπτης μάρτυρας | szemtanú◼◼◼ |
αφέντης | |
αφηγητής | |
Αφροδίτη (πλανήτης) | |
αχάτης | |
αϊδιότης | |
βακελίτης | |
βαρίτης | barit◼◼◼ |
βασάλτης | bazalt◼◼◼ |
Βασίλειο της Δανίας | |
Βασίλειο της Ισπανίας | |
Βασίλειο της Νορβηγίας | |
Βασίλειο της Σουηδίας | |
βελτίωση της αποτελεσματικότητας | |
βελτίωση της στέγασης | |
βιβλιοδέτης | könyvkötő◼◼◼ |
Βιβλιοθηκονομία και Επιστήμη της Πληροφόρησης | |
βιοδείκτης | |
βιολετής | |
βιολιστής | |
βιολογικό αποτέλεσμα της ρύπανσης | |
βιολογικός δείκτης | |
βιομηχανία (κλάδος) της τεχνολογίας πληροφοριών | |
βιομηχανική οικονομία/οικονομικά της βιομηχανίας | |
βιοτικός δείκτης | |
βλέπω είσαι πολύ γνώστης του θέματος, (tapasztalt) έμπειρος (-η-ο) | |
βοήθεια για την αντιμετώπιση έκτακτης ανάγκης | |
βολφραμίτης | |
βομβιστής | |
βομβιστής αυτοκτονίας | |
βουλευτής | képviselő◼◼◼ helyettes◼◻◻ |
βουλευτής (ο/η) | |
Βοώτης | |
βωξίτης | bauxit◼◼◼ |
Γαλαξίας της Ανδρομέδας |