Griechisch | Ungarisch |
---|---|
σταύρωση | |
Σταύρωση | |
διασταύρωση | keresztezés◼◼◼ metszéspont◼◻◻ átkelés◼◻◻ t - elágazás◼◻◻ |
διασταύρωση (η, tsz. -εις) | |
διασταύρωση πεζών | |
εκμίσθωση/μισθωτήριο/σταύρωση | |
εντατική διασταύρωση (ζώων)/εντατική ζωοτεχνία | |
η διασταύρωση | |
κίνηση μετά από αυτή τη διασταύρωση | |
στρίψτε δεξιά στη διασταύρωση |