Griechisch | Ungarisch |
---|---|
πάρκο | kert◼◼◼ |
πάρκο (párko) | park◼◼◼ |
πάρκο (το) | park◼◼◼ |
πάρκο αναψυχής | |
δημόσιο πάρκο | |
εθνικό πάρκο | nemzeti park◼◼◼ |
Εθνικό πάρκο Γιοσέμιτι | |
θαλάσσιο πάρκο | |
περιοχή περιαστικού (υπερτοπικού) πάρκου | |
περιφερειακό φυσικό πάρκο | |
φυσικό πάρκο |