Griechisch | Ungarisch |
---|---|
οργανισμός | ügynökség◼◼◼ testület◼◼◻ intézmény◼◼◻ egyesület◼◻◻ organizmus◼◻◻ törzs◼◻◻ szervezés◼◻◻ test◼◻◻ élőlény◼◻◻ |
οργανισμός (organismós) | organizmus◼◼◼ |
Οργανισμός (βιολογία) | Élőlény◼◼◼ |
οργανισμός (νομικός όρος) | |
οργανισμός (οργάνωση) για τη διατήρηση της φύσης | |
οργανισμός (υπηρεσία) προστασίας του περιβάλλοντος | |
Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου | |
Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη | |
οργανισμός γλυκέων υδάτων | |
Οργανισμός εξαγωγών πετρελαιοπαραγωγών χωρών | |
Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών | ENSZ◼◼◼ |
Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης | |
οργανισμός προστασίας του περιβάλλοντος | |
αρχή (οργανισμός) τοπικής αυτοδιοίκησης/ΟΤΑ/τοπική αρχή | |
βιομηχανικό φυτό [οργανισμός] | |
βιομηχανικό φυτό (οργανισμός) | |
γενετικά τροποποιημένος οργανισμός | |
διεθνής οργανισμός | |
Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας | ICAO◼◼◼ |
διοικητικό όργανο/διοικητικός οργανισμός | |
επιχειρηματικός οργανισμός/οργανισμός εκμετάλλευσης | |
Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος | |
θαλάσσιος οργανισμός | |
μη στοχευόμενος οργανισμός | |
Μικροοργανισμός | |
Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός | |
παθογόνο/παθογόνος μικροοργανισμός |