Griechisch | Ungarisch |
---|---|
μηχάνημα | készülék◼◼◼ eszköz◼◼◼ szerkezet◼◼◻ |
μηχάνημα (michánima) | szerkezet◼◼◼ |
μηχάνημα (το) | gép◼◼◼ |
μηχάνημα για αλκοτέστ | |
(melléknév) αυτόματος-η-ο, (főnév) το (αυτόματο) μηχάνημα | |
αντιγραφικό μηχάνημα | |
βγάζω (-λω), vettem ki pénzt az automatából πήρα λεφτά από το μηχάνημα | |
που είναι το φωτοτυπικό μηχάνημα; | |
το φωτοτυπικό μηχάνημα έχει κολλήσει |