Griechisch | Ungarisch |
---|---|
ματογυάλια (matoyialia) (n'p), γυαλιά (yialia) (n'p) | szemüveg◼◼◼ |
ματόκλαδο | |
ματόκλαδο (matóklaðo) | |
ματς | |
μάτσο | |
ματσόλα | |
ματωμένος | |
ματώνω | |
ματώνω (matóno) | |
(melléknév) αυτόματος-η-ο, (főnév) το (αυτόματο) μηχάνημα | |
(εκτρεφόμενο) ζώο αγροκτήματος | |
(υλικά) αγαθά/εμπορεύματα/προϊόντα | |
(χρηματική) αποζημίωση/εγγύηση αποζημίωσης | |
(χρηματική) ποινή | büntetés◼◼◼ |
(χρηματική) ποινή για οικολογική καταστροφή | |
(portás) ο θυρωρός, (sportban) ο τερματοφύλακας, ο γκολκίπερ | |
(téves) λανθασμένος-η-ο, (nem tökéletes) ελαττωματικός-ή-ό, (tehet vmiről) φταίω | |
αγράμματος | |
αγραμματοσύνη | |
αγροτικά αποθέματα | |
αγροτικός προγραμματισμός | |
αέριο εξάτμισης (καυσαέριο) αυτοκινήτου οχήματος | |
αέριο χώρου ταφής απορριμμάτων | |
αεριοχρωματογραφία | |
αθρυμμάτιστος | |
αιματηρός | |
αιματίτης | hematit◼◼◼ |
Αιματίτης | Hematit◼◼◼ |
αιματοκύλισμα | |
αιματοχυσία | |
αιμάτωμα |