Griechisch | Ungarisch |
---|---|
μέσω | keresztül◼◼◼ által◼◼◻ átmenő◼◼◻ él◼◻◻ végig◼◻◻ |
μέσω κοινών φίλων | |
(térben) μέσα από, μέσω (+ birtokos eset) | |
αμέσως | közvetlen◼◼◼ közvetlenül◼◼◼ sor◼◼◻ együtt◼◼◻ rögtön◼◼◻ egyszerre◼◻◻ mindjárt◼◻◻ őszinte◼◻◻ |
αμέσως μετά | |
διατήρηση (αποδεικτικών) στοιχείων (μέσων) | |
κατευθείαν ή αμέσως | |
μπορώ να το κάνω αμέσως | |
τεχνολογία πολυμέσων |