Griechisch | Ungarisch |
---|---|
μένω | |
μένω (μείνω) | |
μένω (μείνω), κατοικώ (-ήσω) | |
μένω ... | |
μένω με ... | |
μένω σπίτι και προσέχω τα παιδιά | |
(csoporttól) μένω (μείνω) πίσω, (vmiről) χάνω (-σω)(+ tárgyeset) | |
ανάλυση δεδομένων | adatelemzés◼◼◼ |
αναμένω | számít◼◼◼ |
ανταλλαγή δεδομένων | adatcsere◼◼◼ |
αποδέσμευση (απελευθέρωση, έκλυση) μεταλλαγμένων | |
απομένω | |
απόκτηση δεδομένων/άμεση κτήση δεδομένων | |
αφηρημένος τύπος δεδομένων | |
βάση δεδομένων | adatbázis◼◼◼ adatbank◼◻◻ |
δείκτης/ευρετήριο/πίνακας περιεχομένων/τιμάριθμος | |
διαμένω | |
διαμένω (diaméno), κατοικώ (katikó), μένω (méno), ζω (zo) | |
διαμένων | tartózkodás◼◼◼ |
δομή δεδομένων | |
εναλλαγή (ανταλλαγή) ηλεκτρονικών δεδομένων | |
ενδεχομένως | talán◼◼◼ |
εξόρυξη δεδομένων | |
επεξεργασία δεδομένων | |
επιμένω |