Griechisch | Ungarisch |
---|---|
λωρίδα | sáv◼◼◼ csík◼◼◼ sor◼◼◻ szalag◼◼◻ irány◼◻◻ földsáv◼◻◻ |
λωρίδα λεωφορείων | |
λωρίδα μέσης στάθμης της παλίρροιας | |
Λωρίδα της Γάζας (Lorída tis gázas) | Gázai övezet◼◼◼ |
αποκατάσταση της χλωρίδας | |
διάδρομος/δίοδος/άξονας/λωρίδα (κυκλοφορίας) | |
μπείτε στη λωρίδα | |
νόθευση της χλωρίδας | |
ποδηλατόδρομος/λωρίδα ποδηλάτων | |
πράσινος (-η) διάδρομος/δίοδος/λωρίδα | |
χλωρίδα | flóra◼◼◼ |
χλωρίδα [βιολογικός όρος] | növényvilág◼◼◼ |