Griechisch | Ungarisch |
---|---|
κρέμα | tejszín◼◼◼ tejföl◼◼◻ krém◼◻◻ |
κρέμα γάλακτος | föl◼◼◼ krém◼◼◻ |
κρέμα γάλακτος (kréma gálaktos) | tejszín◼◼◼ |
κρέμα για τον ήλιο | |
κρέμα ξυρίσματος | |
κρέμα χεριών | |
κρέμασμα | felakasztás◼◼◼ |
ενυδατική κρέμα | |
θα μου βάλεις κρέμα; | |
μπορείτε να δοκιμάσετε αυτή την κρέμα | |
ξυνή κρέμα |