Griechisch | Ungarisch |
---|---|
ισορροπία | egyensúly◼◼◼ stabilitás◼◻◻ egyenleg◼◻◻ mérleg◼◻◻ |
ισορροπία θρεπτικών ουσιών (συστατικών) | |
ισορροπία της ύλης | |
ανισορροπία | ellensúlyoz◼◼◼ eltérés◼◼◼ kezdet◼◼◻ |
βιολογική ισορροπία των υδάτων | |
διεθνής ισορροπία | |
η ισορροπία | egyensúly◼◼◼ |
οικολογική ισορροπία | |
υδρολογική ισορροπία/υδρολογικό ισοζύγιο | |
υπόλοιπο (λογαριασμού)/ισοζύγιο/ισοστάθμιση/ισορροπία | mérleg◼◼◼ |