Griechisch | Ungarisch |
---|---|
εξωτερικό | külső◼◼◼ külföldi◼◼◻ külföld◼◼◻ |
εξωτερικό εμπόριο | |
εξωτερικός | külső◼◼◼ kívül◼◻◻ |
εξωτερικός (-ή-ό) | külső◼◼◼ |
εξωτερικός ασθενής | |
εξωτερικότητα | externália◼◼◼ |
check-in για το εξωτερικό | |
ήθελα να ζήσω στο εξωτερικό | |
αναχωρήσεις για το εξωτερικό | |
ξένος-η-ο, αλλοδαπός-ή-ό, külföldi út ταξίδι στο εξωτερικό | |
το εξωτερικό, η αλλοδαπή |