Griechisch | Ungarisch |
---|---|
ενεργός | aktív◼◼◼ tevékeny◼◻◻ |
ενεργός άνθρακας | aktív szén◼◼◼ |
ενεργός πληθυσμός | |
ενεργός συμμετοχή | |
ραδιενεργός | radioaktív◼◼◼ |
ραδιενεργός απορρύπανση | |
ραδιενεργός απορρύπανση/ραδιοαπολύμανση | |
ραδιενεργός εκπομπή | |
ραδιενεργός ιχνηθέτης/ραδιενεργός τροχιοδεικτική ουσία | |
ραδιενεργός μόλυνση | |
ραδιενεργός ουσία | |
ραδιενεργός ρύπος |